ὀξυακουσίλογος

ὀξυακουσίλογος
ὀξῠ-ᾰκουσίλογος [pron. full] [ῐ], ον,
A sharp of hearing, Lat.auritus, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οξυακουσίλογος — ὀξυακουσίλογος, ον (Α) αυτός που έχει οξεία ακοή, που ακούει οξέως τους λόγους. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + ακουσι (< ἀκούω, συνθετικό τού τύπου τερψίμβροτος) + λογος*] …   Dictionary of Greek

  • -λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… …   Dictionary of Greek

  • οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”